- δοκίον
- δοκίον, το (Α)η δοκίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δόκιον — δοκέω expect imperf ind act 3rd pl (doric) δοκέω expect imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδόκιος — ον, Α (μόνον το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὑποδόκιον (κατά τον Ησύχ.) μικρή δοκός η οποία υποστηρίζει τα κεντρικά δοκάρια τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δοκίον (< δοκός)] … Dictionary of Greek
φοινικοδόκιον — τὸ, ΜΑ δοκός από κορμό φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + δοκίον (< δοκός)] … Dictionary of Greek
δοκία — δοκίᾱ , δοκίας masc nom/voc/acc dual δοκίας masc voc sg δοκίᾱ , δοκίας masc voc sg (attic) δοκίᾱ , δοκίας masc gen sg (doric aeolic) δοκίας masc nom sg (epic) δοκίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίοις — δοκέω expect pres opt act 2nd sg (doric) δοκίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίων — δοκέω expect pres part act masc nom sg (doric) δοκίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)